Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Αγαπημένε ... Ποίηση - Μαρία Νάντη


Αγαπημένε ... 


Αγαπημένε ...

Ήρθες , Ζωή εσύ ,

και Ζωή μου έδωσες ...

Ανάσα εσύ ...

Στο άψυχο μου σώμα ,

ανάσα έδωσες ...

Χρώματα , εικόνες , λέξεις , μουσική ,

Όλα εσύ Αγαπημένε ...

Μονάχα εσύ ...

Πριν από εσένα

μόνο τέλος , σκοτάδι , έρημος ....

Πριν από εσένα , τίποτα ....

Ήρθες εσύ

και όλα γεννήθηκαν ,

αυγή μου εσύ ,

πού χάραξες κάθε πρωί μου ....

Νύχτα μου εσύ ,

πού  σκέπασες κάθε μου βράδυ ...

Όνειρο εσύ ...

πού  με όνειρα μύρια

γέμισες τα ονειρά μου  ...

Αγαπημένε ...

Στα μάτια σου αντικρίζω 

πανσελήνους αγάπης ...

Ορίζοντα μου εσύ ,

ανέτειλέ μου Ήλιο ...

Περίμενα τον ερχομό σου

κρυμμένη μες στις σκέψεις σου ...

Κόσμε μου εσύ ...

Πατρίδα σε εσένα γνώρισε  ο έρωτας ...

Ακούμπησε η καρδιά μου

στα χέρια σου , αγαπησέ με ...

Αγαπημένε ...

Κάθε μου δάκρυ , κάθε μου χαρά ,

στην αγκαλιά σου αφήνω ...

Σκέψη μου εσύ ...

κράτα με ...

Κράτα τους ψίθυρος της ψυχής μου ...

Στον Ουρανό μου , Ουρανέ εσύ ...

Ασε με  να κλέβω

λίγο απτό γαλάζιο σου ...

Αγαπημένε ...

Δίχως εσένα η Ποίηση είναι άδεια ...

Αγαπημένε ...

Εσύ , μονάχα εσύ ,

στο πριν , στο τώρα , στο μετά ,

πάντα εσύ , Αγαπημένε ...





Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΠΟΥ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΩ ... ; Ποίημα - ΜΑΡΙΑ ΝΑΝΤΗ



Σε Ποια Σημαία να πιστέψω ...  ;

Σε Ποιόν Θεό ;

Αφού Πατρίδα

και Θρησκεία αναζητώ ...

Που είναι Η Ειρήνη ;

Να την δω ,  να πολεμήσω ...

Αυτός Ο Δρόμος

δεν μας βγάζει πουθενά .

Το Όπλο που έπρεπε στον ώμο

να κρατήσω,παιχνίδι έγινε ,

Μέσα σε Χέρια Παιδικά ...

Πότε θ' αλλάξει

πορεία αυτό το πλοίο ;

Τόσες φουρτούνες ...

Πώς να αντέξει το σκαρί ;

Κι αν πια ο κόσμος

κόπηκε στα δύο ,

δεν θα προλάβει

τίποτα να σωθεί ...

Πόσες Γενιές θα πρέπει

ακόμα να περάσουν ;

Κλάματα πόνου ...

Πόσα θα ακουστούν ;

Αφού Οι Επόμενοι

Την Ιστορία θα ξεγράψουν .

Όλα Όσα Χτίσαμε ...

Χωρίς ανάμνηση δεν αρκούν ...




Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΗΛΙΑΣ ΝΑΝΤΗΣ

Φαντάζομαι
πως όλοι
βγάλατε 
το πόρισμά σας ...

Είναι όντως
Μοιχαλίδα ...

Της αξίζει
η πίο ταπεινωτική τιμωρία
εξάλλου
έτσι είναι ο νόμος

και δεν μπορούμε
να τον καταργήσουμε .


Φαντάζομαι

πως όλοι
και εσείς και εγώ
μαζί σας βεβαίως
θα έχετε ήσυχη 
την συνειδήσή σας
όταν τιμωρηθεί
αυτή η "Μοιχαλίδα" ...


Θα κοιμηθείτε ήσυχα
στα κρεβάτια σας

και θα ξέρετε
ότι επιτελέσατε

την Δικαιοσύνη ...


Μόνο πού ίσως

σας μείνει ένα κενό ...


Ένα κενό 

όπως και σ' εμένα


όπως και στον καθένα ...


Ένα κενό που ρωτά 

αν ήμασταν
ΆΝΘΡΩΠΟΙ

και τελικά
αγνοούμε

Θείους Νόμους

γιατί είμαστε 
απλώς άνθρωποι ...

Και δεν λυθοβολούμε ...



Ο γυρισμός του ξενιτεμένου Σεφέρης

-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις; 
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες 
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει 
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς 
μακριὰ ἀπ' τὸν τόπο τὸ δικό σου.

-Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο• 
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση 
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια 
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι 
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους 
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς 
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου 
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις• 
θ' ἀνηφορίσουμε μαζὶ 
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια 
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ 
κάτω ἀπ' τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγά-σιγὰ θὰ 'ρθοῦν κοντά σου 
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

-Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι 
μὲ τ' ἀψηλὰ τὰ παραθύρια 
σκοτεινιασμένα ἀπ' τὸν κισσὸ 
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα 
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός. 
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ' αὐτὴ τὴ στάνη; 
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους 
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω 
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους 
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

-Παλιέ μου φίλε δὲ μ' ἀκοῦς; 
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις 
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις 
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν 
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου 
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

-Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου; 
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι 
νὰ καταλάβω τί μου λὲς 
ὅσο μιλᾶς τ' ἀνάστημά σου 
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει 
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις 
ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει 
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ' τὴ γῆς κι ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους.

-Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ 
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος 
παράξενο πῶς χαμηλώνουν 
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο 
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν 
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.


Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

ΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ; ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;

Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;


Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,

τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;


Σ' ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε

της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;


Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο

μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;


Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα

γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;


Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο

κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε  
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;





ΕΛΛΑΔΑ ... ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΟΙΗΣΗ-ΝΑΝΤΗ ΜΑΡΙΑ




Ψυχές  που "κλειδώθηκαν" ,
 γα τέσσερις Αιώνες ,
έσταζε αίμα  

Τής Ελλάδας Ο Ουρανός ...
Γέμιζαν δάκρυα 

 καλοκαίρια και χειμώνες
σ' ένα "μπαούλο" , τής σκλαβιά ο σπαραγμός ...
*************************************
Μέρες και Νύχτες κρύβονταν

σερνόμασταν στον πόνο
και του ανέμελου , θαμμένες οι στιγμές ...
σαν φυλακή έμοιαζαν οι ώρες μες στον χρόνο
χανόντουσαν οι ορίζοντες

στις κόλασης τις φωτιές ...
*************************************
Δύσεις που δεν αφήνανε

Ήλιο να ζεσταθούμε
γνώσεις γυρεύαμε , 

μες στο κρυφό σχολειό ...
Ανατολές δέν πρόφταιναν , 

να ξαναγεννηθούμε
κόσμος και κόσμος τσάκιζε

 στον δύσκολο καιρό ...
****************************************
Πέρασαν κρύα , κι άναβε

μια Ελπίδα στην σιωπή
μες στις καρδιές μας 
μίλαγε με τόλμη  η Πατρίδα ,
ξέσπασε η προσμονή μας ...

Πόλεμου ΙΑΧΗ  ,
μια επανάσταση έγραψε 

στην Ιστορία σελίδα ...
***************************************
Σηκώθηκαν τα Λάβαρα , 

ύψωσαν θάρρους τείχη
μίλησαν Τα Άγια χώματα

 μέσα από Προσεχή ...
Χιλιάδες ξεχύθηκαν

 σαν θύελλα τα πλήθη
πύρινη Η Γαλανόλευκη , 

και "όπλο" μια Ευχή ...
****************************************

Ειρήνη καθώς χάραζε ,
 χώρα μου είδες Ανάσταση 
στις πέτρες γράψανε θάνατοι , 
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΕΝΙΑ  ...
Ουράνιο τόξο άπλωσε

 παντού μια νέα διάσταση
σύννεφα φέραν μήνυμα ,

 πως ήρθε ΞΑΣΤΕΡΙΆ !



ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΩΝ ... ΣΕ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ... ΣΤIXOI - Μαρία Νάντη




Είδε τον άνθρωπο Ο Θεός από ψηλά
κι άκουσε λόγια της ψυχής , που έσταζαν αίμα ,
έριξε βάλσαμο γλυκό μες στην καρδιά
και στου θανάτου την παγίδα , έβαλε τέρμα ...

Πύρινο δάκρυ έσκιζε τον Ουρανό
σώματα μίζερα σέρνονταν απ' το πόνο ,
φωνές που πέφταν σα βροχή σ' ένα κενό
και μιά σειρήνα που διέσχιζε το δρόμο ...

R-Σε σταυροδρόμια αρρωστημένων ...Σε μια γωνιά
πέρασε εμπρός μου η ζωή μου σα ταινία ,
μες σε θαλάμους και κρεβάτια τραγικά
έσφυζε η φλέβα μου για λίγη σωτηρία ...

χέρια που κράταγαν σύριγγες , να ' χουν συντροφιά
κι η ελπίδα κρέμονταν στο άσπρο σου σακάκι ,
τόσοι λυγμοί μα γύρω σκέπαζε ερημιά
με δευτερόλεπτα η ανάσα έπαιζε σκάκι ...

Ξημέρωσε Ήλιος να ζεστάνει τη πληγή
δειλά - δειλά άνοιξα τα μάτια ,
ο φόβος μου έσβησε μεσα απο Προσευχή
κι έκανε κάθε εφιάλτη μου κομμάτια ...

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΙΘΑΚΗ (1911)


Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη, 
νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος, 
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας, 
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι, 
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς, 
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ 
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας, 
τὸν ἄγριο Ποσειδῶνα δὲν θὰ συναντήσεις, 
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου, 
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος. 
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωινὰ νὰ εἶναι 
ποῦ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ 
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους.

Νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά, 
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις, 
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους, 
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς, 
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά.

Σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς, 
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους. 
Πάντα στὸ νοῦ σου νά ῾χεις τὴν Ἰθάκη. 
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.

Ἀλλὰ μὴ βιάζεις τὸ ταξίδι διόλου. 
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει. 
Καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξεις στὸ νησί, 
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο, 
μὴ προσδοκώντας πλούτη νὰ σὲ δώσει ἡ Ἰθάκη.

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι. 
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θά ῾βγαινες στὸν δρόμο. 
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρεῖς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε. 
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πεῖρα, 
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες οἱ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν.

ΦΤΗΝΟ ... ΠΟΙΗΣΗ -ΗΛΙΑΣ ΝΑΝΤΗΣ



Φτηνά τσιγάρα
απ' τούς Πόντιους  
και φτηνές ελπίδες
για όλους ...
Φτηνές ζωές 
και φτηνά όνειρα ...
Διάλεξε με ,
όπως ένα
φτηνό πορνοπεριοδικό  
απ' τα περίπτερα
της Ομόνοιας  ...

Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος , στο παράδειο 



θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος 

Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός 


Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι


Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας 

Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα 

Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου. 



ΙΙ. 


Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται 

Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν 

Εάν είναι αλήθεια


Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά 

Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά 

Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" 

Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική 


Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας 

Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο 

Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες 

Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί 

Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες 

Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού 

Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από 

τούς καταρράχτες 


Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ 

Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό 

Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά 

Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά 


Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό 

Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο 

Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος. 



ΙΙΙ. 


Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα


Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω 

Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος 

Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια 

Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη 

Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω 

Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές 

Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε 


Ακουστά σ’έχουν τά κύματα 

Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς 

Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" 

Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο 

Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά 


Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο 

Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά 

Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά 

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες 

Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει 

Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει 

Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ 

Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ 

Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: 


Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο 

Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά 

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική 

Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα 

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή 


Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο 

Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα 

Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου 

Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι 

Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο 

Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς 

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου 


Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. 


ΙV. 


Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς 

Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς 

Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς 

Μαχαίρι 

Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς 

Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς 

Είμ’εγώ,μ’ακούς 

Σ’αγαπώ,μ’ακούς 

Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ 

Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς 

Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς 


Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς 


Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες 

Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς 

Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι 

Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς 

Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς 

Τών ανθρώπων 

Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει 


Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς 

Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς 

Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς 

Όπου κάποτε οί φιγούρες 

Τών Αγίων 

Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς 

Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς 

Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω 

Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς 

Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους 

Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς 


Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς 

Τής αγάπης 

Μιά γιά πάντα τό κόψαμε 

Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς 

Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς 

Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας 

Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς 


Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς 


Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς 

Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς 

Μές στή μέση τής θάλασσας 

Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς 

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς 

Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς 

Άκου,άκου 

Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; 

Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς 

Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς. 


V. 


Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς

Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους

Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού

Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου

Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω

Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό


Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει

Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι

Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα

Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι


Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο

Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά

Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά


Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού

Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου

Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό

Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο

Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής

Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης


Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή

Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή


Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει

Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια

Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο

Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια


Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική

Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη

Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο

Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση

Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.



VI.


Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη

Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς

Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα

Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα

Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς

Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά

τής θάλασσας


Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί

Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί

Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει

Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί


Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !


Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί

Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί

Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι

Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί


Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί

νεογέννητο

Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί

Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού

Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !



VII.


Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα


Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ

Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ


Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό

και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.